- τίποτα άλλο
- неcто друго
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
τίποτα — και τίποτε άκλ., αόρ. αντ. 1. κάτι, κατιτί: Είπες τίποτα; 2. (σε αρν. φρ.) μηδέν, ούτε γρυ: Δεν έμαθα τίποτε. 3. (ως επίθ.), λίγα, μερικά, κάμποσα: Χρειάζεσαι τίποτε λεφτά; 4. σπουδαίο, σημαντικό, αξιόλογο: Έχω πυρετό, αλλά δεν είναι τίποτε. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία … Dictionary of Greek
ψυχανάλυση — Σύστημα μεθόδων για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, που μελετούν την ασυνείδητη σημασία λόγων, πράξεων, προϊόντων της φαντασίας (ονείρων, παραληρημάτων) ενός υποκειμένου. Με τον όρο ψ. χαρακτηρίζεται επίσης η ψυχοθεραπευτική μέθοδος, που… … Dictionary of Greek
Νικόδημος ο Αγιορείτης — (Νάξος 1749 – Άγιον Όρος 1809). Λόγιος μοναχός και πολυγραφότατος συγγραφέας θρησκευτικών βιβλίων. Μαθητής σε κάποιο ενοριακό σχολείο της πατρίδας του, σπουδαστής αργότερα στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης (1765 70), κοντά στον υπερσυντηριτικό… … Dictionary of Greek
ηώζωο — Μείγματα μαρμάρου και σερπεντίνη (σερπεντινασβεστίου). Έχουν σφαιρική μορφή και το μέγεθός τους δεν ξεπερνά, συνήθως, το μέγεθος του ανθρώπινου κεφαλιού. Ο ιστός τους είναι ιδιόρρυθμος και γι’ αυτό αρχικά πολλοί πίστεψαν ότι δεν ήταν τίποτα άλλο… … Dictionary of Greek
μίτρα — Χρυσοποίκιλτο κάλυμμα της κεφαλής των αρχιερέων, το οποίο φορούν στις λειτουργίες. Με την ίδια ονομασία χαρακτηριζόταν κατά την αρχαιότητα η ζώνη που φορούσαν οι πολεμιστές κάτω από τον θώρακά τους, η ταινία με την οποία οι Ελληνίδες έδεναν τα… … Dictionary of Greek
Μποτσουάνα — Κράτος της νότιας Αφρικής. Συνορεύει Β και Δ με τη Nαμίμπια, τα ΒΑ με τη Ζιμπάμπουε, τα Ν και ΝΑ με τη Nοτιοαφρικανική Δημοκρατία.Tο κράτος της Μ., που πριν ανακτήσει την ανεξαρτησία του από τη Βρετανία ονομαζόταν Mπετσουαναλάνδη (Betchuanaland) … Dictionary of Greek
Ουλάν Μπατόρ — (Ulaanbaatar ή Ullan Bator). Πρωτεύουσα (548 400 κάτ.) της δημοκρατίας της Μογγολίας. Η πόλη ιδρύθηκε το 1649 και από το 1664 υπήρξε η έδρα του «ζωντανού Βούδα». Το 1691 έγινε έδρα των κατά καιρούς κυβερνητών της περιοχής, που μετονομάστηκε… … Dictionary of Greek
Πιθάρο, Φρανθίσκο — (Pizarro, Τρουχίλιο, Εστρεμαδούρα 1475 περίπου – Λίμα 1541). Iσπανός κατακτητής του Περού Γιος αξιωματικού στην υπηρεσία του Φερνάντεθ ντε Κόρδοβα, πέρασε σκληρά παιδικά και εφηβικά χρόνια, κάνοντας τις πιο ταπεινές εργασίες. Τίποτα άλλο δεν… … Dictionary of Greek
Σινάν — Ο κορυφαίος εκπρόσωπος της τουρκοϊσλαμικής αρχιτεκτονικής. Έγγραφα από τουρκικά αρχεία, που δημοσιεύτηκαν τελευταία, έλυσαν οριστικά το ζήτημα της καταγωγής του: ο Σ. γεννήθηκε το 1489 στο Αγιρνάζ της Καππαδοκίας από Έλληνες γονείς (ο πατέρας του … Dictionary of Greek